ψύξεις

ψύξεις
ψύ̱ξεις , ψύχω
Phdr..
aor subj act 2nd sg (epic)
ψύ̱ξεις , ψύχω
Phdr..
fut ind act 2nd sg
ψύ̱ξεις , ψῦξις
a cooling
fem nom/voc pl (attic epic)
ψύ̱ξεις , ψῦξις
a cooling
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… …   Dictionary of Greek

  • κρυοσκοπία — Κλάδος της φυσικοχημείας, ο οποίος ερευνά τα φαινόμενα που συνδέονται με την πήξη των διαλυμάτων και τις σχετικές τεχνικές μετρήσεις (κρυομετρία), για τον προσδιορισμό της μοριακής μάζας ή του βαθμού διάστασης μιας διαλυμένης ουσίας.… …   Dictionary of Greek

  • τυνταλισμός — και τυνδαλ(λ)ισμός, ο, Ν (φαρμ.) μέθοδος αποστείρωσης που συνίσταται σε διακοπτόμενες θερμάνσεις, με χαμηλή σχετικά θερμοκρασία, τις οποίες ακολουθούν ψύξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tyndallisation, από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”